- σαλέπι
- το-ιού (λ. τουρκ.), είδος θερμαντικού ποτού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σαλέπι — (στα αραβικά σάχλεμπ). Ονομασία θερμαντικού πιοτού, αφεψήματος ή ροφήματος, που παρασκευάζεται από τους ξηρούς κόνδυλους (ρίζες) διάφορων ορχεοειδών φυτών. Οι κόνδυλοι αλέθονται και η σκόνη τους βράζεται με ζάχαρη ή με μέλι. Είναι μαλακτικό πιοτό … Dictionary of Greek
σαλεπιτζής — ο, Ν 1. αυτός που πουλά σαλέπι 2. ασήμαντο πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. salepci (βλ. και σαλέπι)] … Dictionary of Greek
ορχεΐδες — και ορχιδίδες, οι βοτ. η μοναδική οικογένεια τής τάξης φυτών ορχιδώδη, η οποία είναι ίσως η μεγαλύτερη οικογένεια τών αγγειοσπέρμων, με 15.000 ώς 35.000 είδη, τα οποία είναι γνωστά ως ορχιδέες και κατανέμονται σε 400 έως 800 γένη, οικογένεια που… … Dictionary of Greek
σαλεπιτζήδικο — το, Ν 1. κατάστημα όπου πωλείται το σαλέπι 2. φρ. «τό κανες σαλεπιτζήδικο» προκάλεσες αναστάτωση με την συμπεριφορά σου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σαλεπιτζήδ τού πληθ. σαλεπιτζήδες τού σαλεπιτζής + κατάλ. ικο (πρβλ. παλιατζήδ ικο)] … Dictionary of Greek
σερνικοβότανο — και αρσενικοβότανο, το, Ν κοινή ονομασία διαφόρων ορχιδωδών φυτών που απαντούν αυτοφυή στην Ελλάδα, ιδίως τού γνωστού με τη λόγια ονομασία ὄρχις ο άρρην, κν. σαλέπι, και τών οποίων τις κονδυλώδεις ρίζες και τον ζωμό τους η λαϊκή παράδοση θεωρεί,… … Dictionary of Greek
όρχις — (I) ὄρχις, εως, ἡ (Α) είδος ελιάς, αλλ. ορχάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ὄρχις (II) με αλλαγή γένους. Το είδος αυτό ονομάστηκε έτσι λόγω τού σχήματος τών καρπών του]. (II) ο (ΑΜ ὄρχις, εως, Α ιων. γεν. ιος) 1. καθένας από τους γεννητικούς… … Dictionary of Greek
salep — SALÉP, salepuri, s.n. 1. Nume dat tuberculilor uscaţi ai unor specii de orhidee; p. ext. praf de amidon extras din aceşti tuberculi şi care, fiert în lapte sau în apă, se foloseşte ca întăritor pentru copii sau convalescenţi. 2. Băutură preparată … Dicționar Român
σαλεπιτζής — ο αυτός που πουλάει σαλέπι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
όρχης — ο 1. καθένας από τους γεννητικούς αδένες του άνδρα. 2. το φυτό σαλέπι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)